- σαρκικός
- -ή, -ό / σαρκικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός]1. αυτός που αποτελείται από σάρκα, ο σάρκινος2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σάρκα, δηλαδή στην υλική υπόσταση τού ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα και την ψυχή, ο σωματικός (α. «σαρκικός έρωτας» β. «ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν», ΚΔ)νεοελλ.1. συνεκδ. υλιστικός, ματεριαλιστικός2. φρ. «σαρκικό φρόνημα»εκκλ. η ροπή τού ανθρώπου προς την αμαρτία.επίρρ...σαρκικώς / σαρκικῶς, ΝΜΑ, και σαρκικά Νμε σαρκικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.